- δημοκολαξ
- δημοκόλαξδημο-κόλαξ-ᾰκος ὅ льстящий народу Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημοκόλαξ — mob flatterer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκόλακα — δημοκόλαξ mob flatterer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκόλακας — δημοκόλαξ mob flatterer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκόλακος — δημοκόλαξ mob flatterer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκόλακας — ο (Α δημοκόλαξ) αυτός που κολακεύει τον λαό, ο δημαγωγός … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek